Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

το πρόβλημα

  • 1 mahzur

    πρόβλημα, (zarar) βλάβη

    Türkçe-Yunanca Sözlük > mahzur

  • 2 problem

    πρόβλημα, ζήτημα, υπόθεση

    Türkçe-Yunanca Sözlük > problem

  • 3 problème

    πρόβλημα

    Dictionnaire Français-Grec > problème

  • 4 problém

    πρόβλημα

    Česká-řecký slovník > problém

  • 5 problem

    πρόβλημα

    English-Greek new dictionary > problem

  • 6 вопрос

    вопрос м 1) η ερώτηση разрешите задать \вопрос επιτρέψτε μου (να κάνω) μια ερώτηση отвечать на \вопрос απαντώ στην ερώτηση 2) (дело. проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα серьёзный \вопрос το σοβαρό πρόβλημα' \вопрос не в этом δεν πρόκειται γι' αυτό ◇ это ещё \вопрос δεν είναι ακόμη γνωστό
    * * *
    м
    1) η ερώτηση

    разреши́те зада́ть вопро́с — επιτρέψτε μου (να κάνω) μια ερώτηση

    отвеча́ть на вопро́с — απαντώ στην ερώτηση

    2) (дело, проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα

    серьёзный вопро́с — το σοβαρό πρόβλημα

    вопро́с не в э́том — δεν πρόκειται γι; αυτό

    ••

    э́то ещё вопро́с — δεν είναι ακόμη γνωστό

    Русско-греческий словарь > вопрос

  • 7 вопрос

    1. (обращение к кому-л., требующее ответа) η ερώτηση, το ερώτημα
    косвенный - грам. έμμεση -
    2. (положе-ние, требующее разрешения, проблема) το ζήτημα, το πρόβλημα
    рассмотрение - а η συζήτηση/εξέταση του θέματος/ζητήματος
    решать - λύνω το ζήτημα/πρόβλημα
    неразрешённый - το άλυτο ζήτημα/πρόβλημα
    3. (дело, касающееся, зависящее либо определяемое чем-л) η υπόθεση, το ζήτημα, το θέμα
    -
    представляющий взаимный интерес - με αμοιβαία ενδιαφέροντα.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вопрос

  • 8 задача

    зада́ч||а
    ж в разн. знач. τό πρόβλημα/ ὁ σκοπός (цель):
    \задача на деление πρόβλημα διαίρεσης· очередные \задачаи τά τρέχοντα προβλήματα· основная\задача τό βασικό καθήκον решать \задачау прям, перен λύνω τό πρόβλημα· поставить себе \задачау βάζω σκοπό μου.

    Русско-новогреческий словарь > задача

  • 9 задача

    θ.
    1. καθήκο, έργο, δουλειά•

    выполнять -ну εκπληρώνω το καθήκο•

    наши -и τα καθήκοντα μας•

    основная задача το βασικό καθήκο.

    || σκοπός αντικειμενικός•

    поставить себе -у βάζω για σκοπό μου.

    || ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα•

    очередные -и τα τρέχοντα (καθημερινά) ζητήματα.

    2. μαθ. πρόβλημα•

    алгебраическая -αλγεβρικό πρόβλημα.

    3. (απλ.)
    επιτυχία• ευτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > задача

  • 10 проблема

    θ.
    το πρόβλημα•

    разрешить -у λύνω το πρόβλημα•

    проблема происхождения земли το πρόβλημα της καταγωγής της γης.

    Большой русско-греческий словарь > проблема

  • 11 Screen

    subs.
    P προκάλυμμα, τό, παραφράγματα, τα, P. and V. πρόβλημα, τό.
    met., cloak: P. προκάλυμμα, τό, παραπέτασμα, τό.
    Pretext, excuse: P. and V. πρόσχημα, τό, πρόβλημα, τό.
    Defence: P. and V. πρόβλημα, τό; see Defence.
    ——————
    v. trans.
    Put as a screen in front: P. and V. προκαλύπτεσθαί (τί τινος or P. τι πρό τινος).
    Hide: P. and V. κρύπτειν, ποκρύπτειν, Ar. and V. καλύπτειν, V. συγκαλύπτειν (rare P.), ἀμπέχειν, ἀμπίσχειν, συναμπέχειν; see Hide.
    Defend: P. and V. προστατεῖν (gen.), προΐστασθαι (gen.).
    Protect: P. and V. φυλάσσειν; see Protect.
    Cloak: met., P. and V. ποστέλλεσθαι, P. ἐπηλυγάζεσθαι, V. περιστέλλειν (or mid.); see Cloak.
    ( We saw) the king himself holding his hand over his face to screen his eyes: V. ἄνακτα δʼ αὐτὸν ὀμμάτων ἐπίσκιον χεῖρʼ ἀντέχοντα κρατός (Soph., O.C. 1650).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Screen

  • 12 актуальный

    актуальный επίκαιρος \актуальный вопрос το επίκαιρο πρόβλημα
    * * *

    актуа́льный вопро́с — το επίκαιρο πρόβλημα

    Русско-греческий словарь > актуальный

  • 13 задача

    задача ж в разн. знач. το πρόβλημα το ζήτημα (проблема ) ο σκοπός (цель)
    * * *
    ж в разн. знач.
    το πρόβλημα; το ζήτημα ( проблема); ο σκοπός ( цель)

    Русско-греческий словарь > задача

  • 14 проблема

    проблема ж το πρόβλημα
    * * *
    ж
    το πρόβλημα

    Русско-греческий словарь > проблема

  • 15 вопрос

    вопрос
    м
    1. ἡ ἐρώτηση [-ις], τό ἐρώτημα:
    задавать \вопросы κάνω ἐρωτήσεις, βάζω ἐρωτήματα· отвечать на \вопросы ἀπαντῶ στίς ἐρωτήσεις·
    2. (дело, обстоятельство) τό ζήτημα:
    спорный \вопрос τό διαφιλονικούμενο ζήτημα, τό ἐπίμαχο ζήτημα· жизненный \вопрос τό ζωτικό ζήτημα· теку́щие \вопросы τά τρέχοντα ζητήματα· разрешить \вопрос λύνω τό ζήτημα· э́то \вопрос времени εἶναι ζήτημα χρόνου· весь \вопрос в том, чтобы... τό ζήτημα εἶναι νά...· э́то другой \вопрос αὐτό εἶναι ἄλλο ζήτημα (или ἄλλη ὑπόθεση)·
    3. (проблема) τό ζήτημα, τό θέμα, τό πρόβλημα:
    аграрный \вопрос τό ἀγροτικό ζήτημα· национальный \вопрос τό ἐθνικό ζήτημα· экономический \вопрос τό οἰκονομικό πρόβλημα· злободневный \вопрос τό ἐπίκαιρο ζήτημα, τό φλέγον ζήτημα· поднимать \вопрос θέτω (или βάζω) ζήτημα· ◊ что за \вопрос?1 θέλει ρώτημα;!· э́то еще под большим \вопросом αὐτό εἶναι ἀκόμα πολύ ἀμφίβολο· поставить под \вопрос ἀμφισβητώ, ἀμφιβάλλω γιά κάτι.

    Русско-новогреческий словарь > вопрос

  • 16 проблема

    проблем||а
    ж τό πρόβλημα:
    актуальная \проблема τό ἐπίκαιρο πρόβλημα.

    Русско-новогреческий словарь > проблема

  • 17 problem

    ['probləm]
    1) (a difficulty; a matter about which it is difficult to decide what to do: Life is full of problems; ( also adjective) a problem child.) πρόβλημα
    2) (a question to be answered or solved: mathematical problems.) πρόβλημα
    - problematical
    - problematic

    English-Greek dictionary > problem

  • 18 решить

    -щу, -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. решенный, βρ: -шен, -шена, -шено
    ρ.σ.
    1. αποφασίζω•

    он -ил остаться на лето в городе αυτός αποφάσισε να μείνει το καλοκαίρι στην πόλη.

    2. (νομ.) εκδίδω, βγάζω απόφαση•

    суд -ил дело в мою пользу το δικαστήριο έβγαλε απόφαση υπέρ εμού.

    3. λύνω•

    решить кроссворд λύνω το σταυρόλεξο•

    решить задачу (μαθ.) λύνω το πρόβλημα•

    решить уравнение λύνω την εξίσωση•

    решить загадку λύνω το αίνιγμα•

    решить вопрос, проблему λύνω το ζήτημα, το πρόβλημα.

    4. παλ. διαλύω, απομακρύνω, διώχνω.
    5. τελειώνω, περατώνω.
    6. (απο)στερώ. || σκοτώνω, φονεύω.
    εκφρ.
    решить жизни – (απλ.) σκοτώνω•
    решить судьбу ή участь – αποφασίζω (καθορίζω, κρίνω) την τύχη•
    - шено и подписано – αποφασίστηκε και υπογράφηκε (έληξε οριστικά και αμετάκλητα).
    1. αποφασίζω, παίρνω απόφαση. || τολμώ, αποκοτώ.
    2. αποφασίζομαι, καθορίζομαι, κρίνομαι•

    участь его -лась η τύχη του αποφασίστηκε.

    3. (απλ.) αχρηστεύομαι. || πεθαίνω.
    4. (απλ.) στερούμαι, χάνω•

    решить жизни πεθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > решить

  • 19 Barrier

    subs.
    P. and V. ἔρυμα, τό, πρόβλημα, τό, P. προβολή, ἡ.
    Anything that hinders: P. κώλυμα, τό, διακώλυμα, τό, ἐμπόδισμα, τό, ἐναντίωμα, τό.
    Be a barrier to, v.: P. ἐμπόδιος εἶναι (gen.), P. and V. ἐμποδὼν εἶναι (dat.), ἐμποδὼν γίγνεσθαι (dat.).
    Barrier ( against): P. and V. πρόβλημα, τό (gen.), P. προβολή, ἡ (gen.); see Defence.
    Barriers against crime: P. ἐμφράγματα τῶν ἁμαρτημάτων (Isoc. 148A).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Barrier

  • 20 задавать

    (величину, условие) мат. ορίζω, δίνω* *- наперед προσδιορίζω
    - состав хим. - τη σύνθεση

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задавать

См. также в других словарях:

  • πρόβλημα — anything thrown forward neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόβλημα — Χαρακτηρίζεται ως π. στα μαθηματικά, κάθε πρόταση, με την οποία δίνονται μερικά στοιχεία (τα δεδομένα του προβλήματος) και ζητείται να οριστούν από αυτά μερικά στοιχεία (οι άγνωστοι του προβλήματος), που περιγράφονται έμμεσα μέσα στην πρόταση.… …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημα — το, ατος 1. το ζήτημα που προβάλλεται για λύση με τα μαθηματικά ή με άλλη επιστημονική μέθοδο: Αλγεβρικό πρόβλημα. – Γεωμετρικό πρόβλημα. 2. δύσκολη υπόθεση που πρέπει να αντιμετωπιστεί: Η εκπαίδευση στην Ελλάδα θα αντιμετωπίζει για πολλά χρόνια… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιοτιμών, πρόβλημα — Πρόβλημα της μαθηματικής φυσικής, στο οποίο πρέπει να προσδιοριστούν λύσεις μιας διαφορικής εξίσωσης με παράμετρο λ, τέτοιες ώστε να ικανοποιούν ορισμένες συνοριακές συνθήκες. Αν υπάρχουν ορισμένες τιμές του λ για τις οποίες μπορούν να βρεθούν μη …   Dictionary of Greek

  • δημογραφικό πρόβλημα — Όρος που περιγράφει τα προβλήματα που δημιουργούνται από τη δυσανάλογη αύξηση ή μείωση του πληθυσμού καθώς και τις αλλαγές της πληθυσμιακής σύνθεσης μιας χώρας ή περιοχής. Ο Αριστοτέλης έγραψε: «Μίαν γαρ πληγήν ουχ’ υπήνεγκεν η πόλις, αλλ’… …   Dictionary of Greek

  • νι σωμάτων, πρόβλημα — (Αστρον.). Το πρόβλημα της ουράνιας μηχανικής που ασχολείται με τον καθορισμό των τροχιών ν σημειακών μαζών που η μόνη τους αλληλεπίδραση είναι η βαρυτική έλξη. Τα σώματα του ηλιακού συστήματος είναι ένα τέτοιο παράδειγμα αν υποτεθεί ότι οι μάζες …   Dictionary of Greek

  • Δήλιον πρόβλημα — Το πρόβλημα του διπλασιασμού του κύβου. Ονομάστηκε Δήλιον από το νησί Δήλος, στους κατοίκους του οποίου δόθηκε χρησμός από το μαντείο των Δελφών να διπλασιάσουν έναν βωμό του Απόλλωνα, που είχε σχήμα κύβου. Από γεωμετρική άποψη, το Δ.π. είναι… …   Dictionary of Greek

  • δύο σωμάτων, πρόβλημα των- — Ειδική περίπτωση του προβλήματος ν σωμάτων, κατά την οποία μπορεί να βρεθεί μια γενική λύση για τις τροχιές δύο σωμάτων, υπό την επίδραση της αμοιβαίας έλξης της βαρύτητας. Παράδειγμα τέτοιου προβλήματος είναι η κίνηση ενός πλανήτη γύρω από τον… …   Dictionary of Greek

  • πρόβλημ' — πρόβλημα , πρόβλημα anything thrown forward neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλημάτοιν — πρόβλημα anything thrown forward neut gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προβλημάτων — πρόβλημα anything thrown forward neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»